καινῶς

καινῶς
καινῶς adv. of καινός (OGI 669, 46; 49; Mel., P. 57, 416) newly καὶ τοῦτο οὐ κ. (sc. ἐγένετο) and this was nothing new 1 Cl 42:5. καινῶς (τ. θεὸν) σεβόμενοι worshiping God in a new way PtK 2 p. 15, 3; cp. 8.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καινῶς — καινός new adverbial καινόω make new pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”